ὑπονοστῶ

ὑπονοστῶ
ὑπονοστέω
go down
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ὑπονοστέω
go down
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ὑπονοστέω
go down
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ὑπονοστέω
go down
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπονοστώ — έω, ΜΑ πηγαίνω πίσω, επανέρχομαι, επιστρέφω («ἔδοξεν αὖθις ὑπονοστεῑν καὶ κατασκήπτειν εἰς τὰς τρίηρεις», Πλούτ.) μσν. εκκλ. (για την ανθρώπινη φύση μετά από τη λύτρωση) ανακτώ την αρχική μορφή μου αρχ. 1. (για σωρό ξύλων) υποχωρώ προς τα κάτω… …   Dictionary of Greek

  • υπονόστησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπονοστῶ] 1. πτώση σε χαμηλότερα επίπεδα, σε χαμηλότερη στάθμη, καθίζηση 2. ιατρ. πτώση σε χαμηλότερο βαθμό («τὴν τοῡ θερμοῡ ὑπονόστησιν», Γαλ.) 3. φρ. «ὑπονόστησις ἀέρος εἰς γῆν» ο σεισμός (Αναξαγ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”